- προαιρετικός
- [проэрэтикос] εκ. добровольный, необязательный, факультативный,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
προαιρετικός — inclined to prefer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαιρετικός — ή, ό / προαιρετικός, ή, όν, ΝΜΑ [προαιροῡμαι] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προαίρεση, αυτός που γίνεται κατά προαίρεση, σύμφωνα με την ελεύθερη βούληση κάποιου, εκούσιος, θεληματικός («προαιρετική εισφορά») αρχ. 1. αυτός που έχει… … Dictionary of Greek
προαιρετικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στην προαίρεση. 2. αυτός που γίνεται με τη θέληση, εκούσιος: Προαιρετική εισφορά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προαιρετικά — προαιρετικός inclined to prefer neut nom/voc/acc pl προαιρετικά̱ , προαιρετικός inclined to prefer fem nom/voc/acc dual προαιρετικά̱ , προαιρετικός inclined to prefer fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαιρετικώτερον — προαιρετικός inclined to prefer adverbial comp προαιρετικός inclined to prefer masc acc comp sg προαιρετικός inclined to prefer neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαιρετικῶν — προαιρετικός inclined to prefer fem gen pl προαιρετικός inclined to prefer masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαιρετικόν — προαιρετικός inclined to prefer masc acc sg προαιρετικός inclined to prefer neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαιρετικαῖς — προαιρετικός inclined to prefer fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαιρετικαί — προαιρετικός inclined to prefer fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαιρετικοῖς — προαιρετικός inclined to prefer masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαιρετικοί — προαιρετικός inclined to prefer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)